αναδιπλώ

αναδιπλώ
(ο) μετ.
1) уст. повторять; 2) см. αναδιπλώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναδιπλώ" в других словарях:

  • αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»